- στρατοκρατία
- militarisme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στρατοκρατία — η, Ν 1. η φανερή ή παρασκηνιακή διακυβέρνηση μιας χώρας από στρατιωτικούς 2. η επικράτηση στρατιωτικών μορφών, τρόπων σκέψης, νοοτροπίας και στόχων στη πολιτική και στην κοινωνική ζωή μιας χώρας, αλλ. μιλιταρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατώ. Η λ … Dictionary of Greek
στρατοκρατία — η 1. επικράτηση στρατιωτικού πνεύματος σε μια χώρα, μιλιταρισμός. 2. διακυβέρνηση μιας χώρας από στρατιωτικούς: Κατά την περίοδο της στρατοκρατίας περιορίστηκαν τα δικαιώματα των πολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατοκρατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοκρατία («στρατοκρατική κυβέρνηση»). επίρρ... στρατοκρατικώς και στρατοκρατικά Ν με στρατοκρατικό τρόπο, με στρατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
στρατοκρατώ — έω, Ν 1. κυβερνώ με στρατοκρατία 2. (συν. το παθ.) στρατοκρατούμαι (για χώρες) κυβερνώμαι από στρατιωτικούς ή σύμφωνα με τις στρατιωτικές αντιλήψεις, υφίσταμαι στρατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κρατώ (< κράτης < κράτος), πρβλ. τρομο… … Dictionary of Greek
αντιμιλιταρισμός — ο αντίθεση προς τον μιλιταρισμό, τη στρατοκρατία … Dictionary of Greek
μιλιταρισμός — ο η επικράτηση στρατιωτικών μορφών, τρόπων σκέψης και στόχων στο κράτος, στην πολιτική και στην κοινωνία, αλλ. στρατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. militarisme < λατ. milit aris < miles, itis «στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
Μπακογιάννης, Παύλος — (Βελωτά Ευρυτανίας 1935 – Αθήνα 1989). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Μετά τις σπουδές του στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τίμπιγκεν της Γερμανίας. Την περίοδο της δικτατορίας (1967 1974) ήταν… … Dictionary of Greek
αντιμιλιταρισμός — ο (λ. γαλλ.), στάση εχθρική στο μιλιταρισμό, τη στρατοκρατία: Ο αντιμιλιταρισμός παρουσιάστηκε μετά τον α’ παγκόσμιο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλιταρισμός — ο (λ. λατ.), η διακυβέρνηση από το στρατό, η στρατοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στρατοκρατία: Στρατοκρατικό καθεστώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)